- τραγοπρόσωπος
- τραγοπρόσωποςgoat-facedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγοπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει πρόσωπο τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο πρόσωπος, ορνιθο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
τραγοπρόσωπον — τραγοπρόσωπος goat faced masc/fem acc sg τραγοπρόσωπος goat faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek